λουτεράνος

λουτεράνος
και λουτεριανός, ο
λουθηρανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουτεράνος < ιταλ. luterano «λουθηρανός», ενώ ο τ. λουτεριανός < κύριο όν. Λούτερος < ιταλ. Lutero «Λούθηρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”